- δικηγορόσημο
- τοένσημο που επικολλούν οι δικηγόροι στα δικαστικά έγγραφα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικηγορόσημο — το κινητό ένσημο το οποίο επικολλούσαν (1910 1930) στα δικαστικά έγγραφα … Dictionary of Greek